- συνεπιτίθεμαι
- συνεπιτίθημιhelp in putting onpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεπιτίθεμαι — ΜΑ, ενεργ. τ. συνεπιτίθημι Α [ἐπιτίθημι / ἐπιτίθεμαι] επιτίθεμαι μαζί με άλλους εναντίον κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», Φώτ. β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῑοι», ΚΔ. γ. «οὐ φοβεῑ μή σοι μετὰ Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα»,… … Dictionary of Greek
συνεισβάλλω — ΝΑ [εἰσβάλλω] κάνω εισβολή, εισβάλλω σε χώρα μαζί με άλλον («συνεισεβεβλήκεσαν εἰς τὴν Ἀρκαδίαν μετὰ τῶν Λακεδαιμονίων», Ξεν.) αρχ. 1. συνεπιτίθεμαι 2. εισέρχομαι μαζί με κάποιον 3. ιατρ. (για σύμπτωμα) εμφανίζομαι συγχρόνως με κάτι… … Dictionary of Greek
συνεπίθεσις — έσεως, ἡ, Α [συνεπιτίθεμαι] η από κοινού με άλλον επίθεση για εξαπάτηση κάποιου … Dictionary of Greek
συνεπιθέτης — ὁ, Α [συνεπιτίθεμαι] 1. αυτός που συνεργεί σε επίθεση εναντίον κάποιου 2. (σε επιστολή χάριν αστεϊσμού) ύπουλος άνθρωπος («προσαγορεύω τὰ τέκνα σου... καὶ Ἀσάειν τὸν συνεπιθέτην», πάπ.) … Dictionary of Greek
συνεπιτίθημι — Α βλ. συνεπιτίθεμαι … Dictionary of Greek